συνηγορία

συνηγορία
η, ΝΑ [συνήγορος]
το έργο τού συνηγόρου, αγόρευση στο δικαστήριο για την υπεράσπιση διαδίκου
νεοελλ.
(κατ' επέκτ.) κάθε λόγος ή πράξη που λέγεται ή γίνεται προκειμένου να υποστηριχθεί μία άποψη ή ένα άτομο
αρχ.
1. (ιδίως) υπεράσπιση τών συμφερόντων τής πόλεως κατά τις τελωνιακές δίκες
2. το δικαίωμα να υπερασπίζει κανείς κάποιον στο δικαστήριο
3. ηθική βοήθεια, ηθική ενίσχυση
4. μαρτυρία για κάτι («εἰς τὴν συνηγορίαν τοῡ ἴδια πάθη γίνεσθαι γυναικῶν», Σωρ.)
5. επιβεβαίωση, κατάφαση, παραδοχή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συνηγορία — συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc/acc dual συνηγορίᾱ , συνηγορία advocacy of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίᾳ — συνηγορίαι , συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορία — η 1. υποστήριξη με λόγους: Δε χρειάζεται τη συνηγορία κανενός. 2. υπεράσπιση στο δικαστήριο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνηγορίας — συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem acc pl συνηγορίᾱς , συνηγορία advocacy of fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαι — συνηγορία advocacy of fem nom/voc pl συνηγορίᾱͅ , συνηγορία advocacy of fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαν — συνηγορίᾱν , συνηγορία advocacy of fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγοριῶν — συνηγορία advocacy of fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίαις — συνηγορία advocacy of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορίης — συνηγορία advocacy of fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηγορικός — ή, ό / συνηγορικός, ή, όν, ΝΜΑ [συνήγορος / συνηγορία] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συνήγορο ή στη συνηγορία αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηγορικόν ο μισθός τού συνηγόρου, ιδίως τού δημοσίου, καθώς μόνον αυτός επιτρεπόταν να πληρώνεται. επίρρ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”